συρρικνώνομαι

συρρικνώνομαι
συρρικνώνομαι, συρρικνώθηκα, συρρικνωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγουρομαραγγιάζω — συρρικνώνομαι, μαραίνομαι, μαραγγιάζω πρόωρα (κυριολεκτικά για καρπούς και φυτά αλλά και μτφ. για ανθρώπους). [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + μαραγγιάζω] …   Dictionary of Greek

  • ρικνώνω — ῥικνῶ, όω, ΝΜΑ [ῥικνός] 1. κάνω κάτι να ζαρώσει, καθιστώ κάτι ρικνό, τό σκεβρώνω 2. (μέσ. και παθ.) ρικνώνομαι και ῥικνοῡμαι, όομαι α) γίνομαι ρικνός, συρρικνώνομαι, συμμαζεύομαι, συστέλλομαι β) ρυτιδώνομαι, ζαρώνω μσν. αρχ. 1. συστέλλω 2. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • φυραίνω — Ν 1. ελαττώνομαι σε βάρος ή σε όγκο 2. μαζεύω, ζαρώνω 3. φρ. «φύρανε το μυαλό του» μτφ. έχει χάσει τις πνευματικές του ικανότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύρω / φυρῶ, κατά τα ρ. σε αίνω. Η σημ. «αναμιγνύω, ζυμώνω» τού αρχ. ρ. εξελίχθηκε στη νεοελλ. σημ.… …   Dictionary of Greek

  • σταφιδιάζω — σταφίδιασα, σταφιδιασμένος 1. γίνομαι σταφίδα: Σταφίδιασαν τα σταφύλια. 2. μτφ., ζαρώνω, συρρικνώνομαι: Γέρασε και σταφίδιασε το πρόσωπό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”